- ὄρφνα
- ὄρφνᾱ , ὄρφνηthe darknessfem nom/voc/acc dualὄρφνᾱ , ὄρφνηthe darknessfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀρφνά — ὀρφνός dark neut nom/voc/acc pl ὀρφνά̱ , ὀρφνός dark fem nom/voc/acc dual ὀρφνά̱ , ὀρφνός dark fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρφνᾳ — ὄρφναι , ὄρφνη the darkness fem nom/voc pl ὄρφνᾱͅ , ὄρφνη the darkness fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρφνας — ὄρφνᾱς , ὄρφνη the darkness fem acc pl ὄρφνᾱς , ὄρφνη the darkness fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρφναν — ὄρφνᾱν , ὄρφνη the darkness fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινοφαής — κελαινοφαής, ές (Α) αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» ώ σκοτεινό λυκόφως, ώ μαυροφώτεινο σκοτάδι τής Νύχτας, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. λαμπρο φαής, ολιγο φαής] … Dictionary of Greek
όρφνη — Νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, μητέρα του Ασκάλαφου από τον Αχέροντα. * * * ὄρφνη, δωρ. τ. ὄρφνα, ἡ (Α) 1. το σκοτάδι τής νύχτας 2. η νύχτα 3. φρ. «χθονὸς μέλαινα ὄρφνη» ο Αδης, ο Κάτω Κόσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ.,… … Dictionary of Greek